Ιερά Μητρόπολις Ρόδου

Copyright ©2017 imr.gr

Disable Preloader
Ιερά Μητρόπολις Ρόδου

Ο ΚΡΗΤΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

Ο ΚΡΗΤΗΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ[1]

ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ

          Ἀνεβαίνοντας στό βῆμα ὁ πρῶτος μου λόγος εἶναι ἔκφραση εὐχαριστίας πρός τόν Σεβασμιώτατο ἅγιο ἀδελφό Μητροπολίτη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακάριο γιά τήν πρόσκληση συμμετοχῆς μου στίς τριήμερες ἐκδηλώσεις τιμῆς καί μνήμης τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος μας, τοῦ ἀπό Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κυροῦ Τιμοθέου, τίς ὁποῖες μέ ἀγαθά αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης διοργάνωσε στήν ἱερά του Μητρόπολη μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως δεκαετίας ἀπό τῆς μακαρίας κοιμήσεως του. Ἀποδίδει τό χρέος τῆς τιμῆς ἑνός εὐλογημένου λαοῦ, τοῦ λαοῦ τῆς Μεσσαρᾶς, πρός τό πρόσωπο τοῦ ἐπί 22 ἔτη καλοῦ του ποιμένος, ὁ ὁποῖος μέ φρόνημα Μωϋσέως ἡγήθηκε τῆς κληρουχίας του περπατώντας στή γῆ καί ἀτενίζοντας τόν οὐρανό.

          Ἡ Μεσσαρά τοῦ ἔτους 1956 ἦταν τόπος σκληρός γιά τόν νέο Ἐπίσκοπο της. Τά τραύματα τῆς κατοχῆς, ἡ μετανάστευση πού τήν ἀκολούθησε, ὁ διχασμός τοῦ παλαιοημερολογητικοῦ ζητήματος, οἱ ἀνύπαρκτες ὑποδομές μέ ὅλα τά συνεπακόλουθα τους ἀπετέλεσαν τίς βασικές προκλήσεις τῆς ποιμαντορίας του. Πέτυχε γιατί μπόρεσε νά ζυμωθεῖ μέ τόν πόνο καί τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ὁ λαός του τόν ἀγάπησε γιατί ἔνοιωσε ὅτι τόν πόνεσε. Αὐτός ὁ πόνος τοῦ Δεσπότη ἦταν τό ἐπίτευγμά του. Ἡ Καλυβιανή ἀποτελεῖ ἕνα καρπό αὐτοῦ τοῦ πόνου. Οἱ ἄνθρωποι τῆς Μεσσαρᾶς δέν ἀγάπησαν τόν Τιμόθεο γιατί συγκρότησε τήν Καλυβιανή. Τόν ἀγάπησαν γιατί πείστηκαν ὅτι ζοῦσε γι᾿ αὐτούς.

          Ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι ἡ πρόσκληση τοῦ ἀδελφοῦ ἁγίου Γορτύνης νά μιλήσω μέ προβλημάτισε. Τί ἄραγε θά μποροῦσα ἤ τί θά ἔπρεπε νά πῶ γιά ἐκεῖνον πού τόν ἀντίκρυσα γιά πρώτη φορά μέ τά μάτια ἑνός νηπίου καί ἔφυγα ἀπό κοντά του ὡς Ἐπίσκοπος. Ἡ μαθητεία κοντά του εἶχε διάρκεια τεσσάρων σχεδόν δεκαετιῶν. Μιά ζωή ὁλόκληρη. Μία ἀπό τίς πρῶτες εἰκόνες τῆς ζωῆς μου, πού παραμένει ἀνεξίτηλη, εἶναι αὐτή μέ τόν Δεσπότη χοροστατοῦντα. Ἤμουν νήπιο γιατί θυμᾶμαι ὅτι μέ σήκωνε στήν ἀγκαλιά της ἡ γιαγιά μου. Μοῦ ἔμεινε ἡ γλυκειά ἔκφραση του ὅταν μέ κοίταξε στά μάτια καί χάϊδεψε τό κεφάλι μου. Ἄρχισα νά μεγαλώνω. Τόν ἔβλεπα συχνά σέ πανηγύρια καί στίς ἐπισκέψεις του στά χωριά μας. Ἄκουγα τίς συζητήσεις τῶν μεγαλυτέρων πού τόν γιγάντωναν στά παιδικά μου μάτια. Τόν γνώρισα, τόν ἄκουσα ἀπό κοντά. Μετά ἔφυγε γιά τό Ἡράκλειο. Τό ξανασυνάντησα μετά ἀπό δύο χρόνια, μαθητής πλέον στό 4ο Λύκειο Ἡρακλείου. Ἄρχισα νά ἐπισκέπτομαι πολύ συχνά τήν Ἀρχιεπισκοπή. Τό περιβάλλον της ἀποτελοῦσε μιά πολύ καλή ἐκκλησιαστική ἐμπειρία γιά μένα. Ἡ παρουσία του πάντοτε διακριτική ὅπως καί ὁ λόγος του. Τό ἐνδιαφέρον του καί γιά τά μικρά τῆς καθημερινότητας μου ἀνθρώπινο καί ἐκλεπτυσμένο. Μέ συνέτιζε ὁ τρόπος πού ἀντιμετώπιζε τίς ἀντιδραστικές μου ἐξάρσεις. Εἶχα τήν ἐλευθερία νά ἐκφράζομαι χωρίς τόν φόβο τῆς ἀπόρριψης. Μοῦ μιλοῦσε ἀλλά ποτέ δέν αἰσθάνθηκα ὅτι μέ συμβούλευε.

          Φεύγοντας γιά σπουδές οἱ συναντήσεις μας περιορίστηκαν στίς διακοπές. Οὐσιαστικότερες πλέον μέ ἔντονο τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν πορεία μου. Στίς συζητήσεις μας ποτέ δέν ἔγινε λόγος γιά τό ἐνδεχόμενο τῆς χειροτονίας μου. Ἀπέφευγα καί ἐγώ νά τό συζητάω ἀλλά καί ἐκεῖνος ποτέ δέν τό προκάλεσε. Μόνο μιά φορά στήν ἀποστροφή τοῦ λόγου παρατήρησε ὅτι τοῦτο ἄν εἶναι ἀληθινό συμβαίνει "κατ᾿ ἀναλογίαν τῆς πίστεως". Πίστευε στό Θεό, μοῦ εἶπε, καί αὐτός θά σέ ὁδηγήσει.

          Ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου δέχτηκα ἀπό τά χέρια του τήν Ἱερωσύνη. Μοῦ εἶπε ἁπλά, μέ πατρική στοργή, "εἶμαι πολύ χαρούμενος σήμερα. Γιά νά φτάσουμε ὡς ἐδῶ μᾶλλον δέν σέ ἀπογοήτευσα ποτέ". Αὐτό ἦταν ἡ ἀλήθεια. Τήν συνάντηση μαζί του τήν ἐβίωσα ὡς γεγονός ἐλευθερίας γι᾿ αὐτό καί δέν μέ καταπίεσε ἤ ἀπογοήτευσε ποτέ.

          Κατόπιν ἦλθαν οἱ θέσεις εὐθύνης κοντά του. Ἡ ἐμπιστοσύνη πού ἐπεδείκνυε δέν ἄφηναν περιθώρια νά ἐφησυχάσεις. Πάντοτε ἄφηνε χῶρο στόν ἄλλο. Θυμᾶμαι ὅτι κάποτε τόν ἐνημέρωσα γιά μιά δύσκολη ὑπόθεση καί τόν ρώτησα πῶς νά τήν χειριστοῦμε. Μοῦ εἶπε: "Πήγαινε καί κάνε ὅτι σέ φωτίσει ὁ Θεός. Γιά νά δοῦμε καί πόσο θά σέ φωτίσει. Καί μήν ξεχνᾶς τό κατ᾿ ἀναλογίαν τῆς πίστεως". Τά χρόνια ἐκεῖνα μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τόν γνωρίσω καλύτερα. Ἡ κάθε στιγμή κοντά του ἦταν εὐκαιρία μαθητείας. Ἀκόμα καί σέ αὐτά τά μικρά καί ἀνθρώπινα τῆς "οἰκογενειακῆς καθημερινότητας". Οἱ συνοδικές του δυσκολίες, ἡ κακόπιστη κριτική καί ἀμφισβήτηση πρός τό πρόσωπό του, τά ζητήματα τῆς διοικήσεως καί ὁ τρόπος του μέσα σέ ὅλα αὐτά, καί ἄλλα πολλά, ἀπ᾿ ἐκεῖνα πού μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν μικρές καί ταπεινές στιγμές τῶν ἀνθρώπων, τόν ἔκαναν πάντα νά ξεχωρίζει καί νά διδάσκει χωρίς λόγια. Τό γῆρας του ἦταν γιά πολλούς μιά δυσκολία. Γιά μένα παιδαγωγία καί ταξίδι στή θάλασσα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.

          Τά παραπάνω εἶναι μιά περιγραφή σέ λίγες γραμμές. Θά μποροῦσα νά ἀραδιάσω πάμπολλα περιστατικά καί νά τά ἀναλύσω. Πιστεύω ὅμως ὅτι ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου δέν ἐξαντλεῖται μέ λόγια, περιγραφές καί ἀναλύσεις. Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας λειτούργησε μέ ἔμφαση στή ζωή του καί ὁ ἴδιος γνώριζε καλά νά ζεῖ αὐτό τό μυστήριο. Μοῦ εἶπε κάποτε ἡ ἡγουμένη τῶν Σαββαθιανῶν Μακρίνα, ὅταν σέ μιά ἀπό τίς ἐπισκέψεις μου στό Μοναστήρι μέ ρώτησε γιά κάποια γενόμενα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. "Μή δίνεις σημασία. Θά τόν προσπεράσουν καί αὐτά. Ὁ Τιμόθεος παιδί μου εἶναι σκεῦος ἐκλογῆς. Αὐτή ἦταν ἡ ἄποψη τῆς γειτονιᾶς μας. Γι᾿ αὐτό ὅταν ἔπεφταν οἱ βόμβες στά Χανιά καί ἔπρεπε νά βγοῦμε ἀπό τό σπίτι φωνάζαμε τόν Μιχάλη νά μᾶς συνοδέψει γιά νά μή μᾶς πιάσουν οἱ βόμβες. Γιατί εἴχαμε δεῖ τήν βόμβα νά πέφτει μπροστά του καί νά τόν ἀφήνει ἀνέπαφο". Τά λόγια αὐτά τῆς ἡγουμένης αἰσθάνθηκα ἐκείνη τήν στιγμή ὅτι ἐξέφραζαν τό βίωμα μου. Παρόμοιο περιστατικό εἶχα ἀκούσει νά διηγοῦνται οἱ οἰκεῖοι μου από ἐξιστόρηση ἀδελφοῦ τοῦ παπποῦ μου πού εἶχαν συνυπηρετήσει στό ἀλβανικό μέτωπο. Ἄλλωστε καί ἡ ἔλευση του σέ αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο τῆς Μεσσαρᾶς ἐν ἔτει 1956 καί ὅλα ὅσα ἀκολούθησαν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθοῦν, ἐκκλησιαστικῶς κρινόμενα, ἔξω τῶν πλαισίων τοῦ μυστηρίου τῆς χάριτος, τοῦ ἀείποτε ἐνεργουμένου στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

          Ἡ Μεσσαρά ὅταν ἦλθε ὁ Δεσπότης ἦταν ἕνας πονεμένος τόπος. Πονεμένοι καί οἱ ἄνθρωποι της ἀλλά μέ τό κεφάλι ψηλά, μέ ἔντονη λαϊκή εὐσέβεια καί περίσσειο μεσσαρίτικο πεῖσμα. Αὐτούς ἦλθε νά ποιμάνει. Εἶχε καί ὁ ἴδιος ἕνα κρυφό παιδικό πόνο καί τό πεῖσμα τόν πόνο του νά τόν κάνει ἐργαλεῖο γι᾿ αὐτό τόν λαό καί ὄχι μόνο. Ἔχω ἀκούσει πολλές ἑρμηνεῖες γιά τό θαῦμα, ὅπως τό ἀπεκάλεσαν, τῆς Καλυβιανῆς. Τό κατανόησα ἐν ἔτει 1996 κατά τήν διάρκεια ἑνός ταξιδιοῦ στήν Ἀθήνα. Ξαφνικά ἄρχισε νά μοῦ μιλάει γιά τά παιδικά του χρόνια. Γιά τόν "μπαμπά" του. Ἦταν ἕνας μονόλογος πού ἄρχισε στό αὐτοκίνητο, συνεχίστηκε στήν αἴθουσα ἀναμονῆς καί καθ᾿ ὅλη τήν διάρκεια τῆς πτήσης. Ὁμολογῶ ὅτι μέ ξάφνιασε νά ἀκούω ἕνα  75αρη νά χρησιμοποιεῖ καί νά ξαναχρησιμοποιεῖ τήν λέξη "μπαμπά" γιά τόν πατέρα του. Τό ἔνοιωθε βαθειά, τό ζοῦσε, τό καταλάβαινα. Γιά τόν "μπαμπά" πού οὐσιαστικά δέν γνώρισε. Ὁ πόνος ἔβγαινε, τό ἔνοιωθες. "Δέν μπορεῖς νά καταλάβεις μοῦ εἶπε, κανείς δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί σημαίνει ὁ "μπαμπάς" σου νά εἶναι στό φέρετρο καί ἐσύ νά παίζεις δίπλα. Τόν πόνο τόν καταλαβαίνεις μετά, ὅσο μεγαλώνεις. Πονῶ γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά ἔμαθα ἀπό παιδί νά μήν δείχνω τόν πόνο μου". Τότε κατάλαβα τήν Καλυβιανή. Τό "Πατέρας", πού κάποιοι εἰρωνεύτηκαν, ἦταν ἀπαίτηση ἐσωτερικῆς ἀνάγκης γιά νά ἀνακουφιστεῖ ὁ πόνος κάποιων ἄλλων παιδιῶν.

          Βέβαια αὐτή ἡ στιγμή δέν ἦταν ἡ μοναδική κατά τήν ὁποία μοῦ ἐξέφρασε τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἀκολούθησαν καί ἄλλες, κυρίως τά χρόνια, πού ἤμουν κοντά του ὡς Πρωτοσύγκελλος. Πήγαινα γιά διάφορα θέματα, τά ἄκουγε, ἀλλά γιά ἄλλα μοῦ μιλοῦσε. Ἐκφραζόταν, ἔλεγε, ἔλεγε, μέ κοίταζε στά μάτια, ἔθετε τό ἐρώτημα "μέ κατάλαβες;" καί μετά γιά πολλή ὧρα σιωποῦσε. Καθόμαστε γιά ἀρκετή ὧρα χωρίς νά μιλᾶμε. Ἀποζητοῦσα νά τόν ἀκούω νά μιλάει ἔτσι. Ζοῦσα ἕναν ἄλλο Ἀρχιεπίσκοπο Τιμόθεο. Οὐσιαστικά μαθήτευα. Αὐτοί οἱ μονόλογοι διαρκείας ἦταν τό μεγαλύτερο μάθημα τῆς ζωῆς μου.

          Ὅλη αὐτή ἡ μακρά ἀναστροφή μαζί του μέ δίδαξε πολλά. Τά τελευταῖα χρόνια ἄρχισα νά τόν καταλαβαίνω καλύτερα. Τώρα μετά ἀπό 12,5 χρόνια ἀρχιερατείας μπορῶ νά πῶ ὅτι ἐμβάθυνα σέ αὐτήν τήν κατανόηση. Ἡ ἀπαίτηση του ἦταν "πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη" ὡς ἐκκλησιαστικό πάντοτε γεγονός. Ἔτσι μᾶς ἤθελε. Αὐτό ἐξέφρασε στή ζωή του. Ὁ εὐαγγελικός μαξιμαλισμός δέν ἔπαυσε νά τόν γοητεύει μέχρι τήν τελευταῖά του ἀναπνοή. Στήν πράξη τῆς ζωῆς του δέν ὑπῆρξε ὁ διαχωρισμός μεταξύ χαρίσματος καί ἀξιώματος. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Τιμόθεο γεγονός χάριτος τό ὁποῖο ὡς τέτοιο εἶχε καί θεσμική ἔκφραση, ὡς κοινωνία χάριτος μέ τήν προσήκουσα δομή. Αὐτή ἡ ἰσορροπία μεταξύ χαρίσματος καί ἀξιώματος ἑρμηνεύει καί τόν τρόπο πού ἀσκοῦσε τήν διοίκηση, γεγονός πού ἀπό κάποιους θεωρήθηκε ὡς ἀδυναμία. Δέν φοβήθηκε τό πνεῦμα γιατί τοῦτο ἐπιφέρει δῆθεν ἀναρχία γιατί γνώριζε καλά καί τό ἐξέφραζε ὅτι ἡ ἀναρχία ὑπάρχει ἐκεῖ πού ἀπουσιάζει ἡ χάρις. Ἡ χάρις ἦταν πάντοτε τό ζητούμενο.

          Τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας τό κατανοοῦσε παυλικά, ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν διαφορετική λειτουργία κάθε μέλους καί τήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων. Μέ τήν ἀσθένεια κάποιων μελῶν ἤ τήν δυσλειτουργία τους. Μέ τήν διαφορετικότητα τῶν χαρισμάτων. Ἀπό δῶ ξεκινοῦσε καί ἡ ἐγνωσμένη κατανόηση του, ἡ ἐπιείκεια καί ἡ συγχωρητικότητα του. Εἶχε ἀπαιτήσεις ἀλλά δέ σέ ἔπνιγε. Κατανοοῦσε καί συγχωροῦσε χωρίς νά ὑποτιμᾶ. Κρατούμενα μέ τούς ἀνθρώπους δέν εἶχε ποτέ. Τοῦ ἄρεσε νά ὑπενθυμίζει τήν παραβολή τῆς σαγήνης καί τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ. Ἔτσι ἔλεγε ὁ Χριστός κατανόησε τά πράγματα. Ἄς ἀφήσουμε κάτι καί γι᾿ αὐτόν. Ἄλλωστε ἐμπειρικά τό εἶχε βιώσει.

          Μέ αὐτές τίς ἐκκλησιολογικές ἀρχές πορεύτηκε στήν ἀρχιερατική διακονία του. Δέν ὑπῆρξε ποτέ ὡς ὁ κατακυριεύων. Τήν Ἐκκλησία τήν διακόνησε πίνοντας πολλές φορές πικρά ποτήρια. Σιωπηλά. Δέν ἄσκησε ἐξουσία. Στήν ἔκφραση τῆς διακονίας ἀναγνώριζε τόν αὐθεντικό ἑαυτό του. Ἐργάζου καί προσεύχου ἦταν τό σύνθημα του. Γιά νά γίνεται, ὅπως ἔλεγε, τό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου.

          Ἡ πρώτη του συμβουλή μετά τήν εἰς Διάκονον χειροτονία μου ἦταν οἱ ἐξῆς: "Νά θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἄν κάποτε αἰσθανθεῖς ὅτι σέ ἀδικοῦν οἱ προϊστάμενοι σου ποτέ μήν ἀντιδράσεις μέ κοσμικό πνεῦμα. Νά ὑπομείνεις τήν ἀδικία. Ὁ Θεός ξέρει νά βρίσκει τρόπο νά δικαιώνει. Νά ἔχεις ὡς ἀρχή σου ὅτι στήν Ἐκκλησία τά πάντα λειτουργοῦν πνευματικά. Κοσμικά τερτίπια καί ἀντιδράσεις εἶναι τοῦ διαβόλου. Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τόν μισθόν ὑμῶν".

          Αὐτά καί ἄλλα πολλά μάθαμε ἀπό τόν Γέροντα μας. Δέν ξέρω πόσο εἴμαστε καλοί μαθητές ἀλλά ἡ ἐπιτυχία του ὡς δασκάλου μας ἔγκειται στό γεγονός ὅτι πολλές φορές σέ δύσκολα ζητήματα καί μάλιστα αὐτά πού ἔχουν νά κάνουν μέ τήν διαχείριση τοῦ ἀνθρώπινου δυναμικοῦ πού ἔχουμε τήν πνευματική εὐθύνη μας, θέτουμε στόν ἑαυτό μας τό ἐρώτημα: "Τί θά ἔκανε σέ αὐτή τήν περίπτωση ὁ Κρήτης Τιμόθεος.

          Αὐτά τά λίγα θέλησα σήμερα νά πῶ στήν ἀγάπη σας. Ὁ ἀπό Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος εἶναι "ὁ ποιήσας καί διδάξας". Ὁ Δεσπότης καί Πατέρας μας μᾶς δίξαξε μέ τό λόγο καί τό παράδειγμα του. Ὅταν τόν σκεπτόμαστε αὐθόρμητα θυμόμαστε τόν λόγο του Μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου: "Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ἡμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ἡμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθαι τήν πίστιν".

 

[1] Εἰσήγηση ἐκφωνηθεῖσα στήν ἡμερίδα μνήμης πού διοργάνωσε ἡ Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης καί Ἀρκαδίας ἐπί τῇ συμπληρώσει δεκαετίας ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Τιμοθέου (Μοῖρες, 7 Νοεμβρίου 2016).

Share: