Ιερά Μητρόπολις Ρόδου

Copyright ©2017 imr.gr

Disable Preloader
Ιερά Μητρόπολις Ρόδου

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Ασκληπιείο

Ταυτότητα Ιερού Ναού

Νομός:

      Δωδεκανήσου

Περιοχή:

      Ασκληπιειό, Ρόδος

Ονομασία Ναού:

      Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Χρονολόγηση:

15ος/16ος αιώνας

Περίοδος:

Ιπποτοκρατία

Γιορτάζει:

15 Αυγούστου

Φορέας Προστασίας:

Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου

Τηλέφωνο επικοινωνίας:

2244047042,
6942640925 (Πατήρ Βασίλειος)

Ωράριο Επισκεψιμότητας:

Χειμερινό Ωράριο: Κατόπιν συνεννόησης,
Εαρινό Ωράριο: 9:00-19:00

Διεύθυνση:

Ασκληπιειό, Ρόδος

 

Ιστορικά Στοιχεία

Στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, σε απόσταση 65χλμ. από την πρωτεύουσα, στις νοτιοδυτικές παρυφές χαμηλού υψώματος βρίσκεται το χωριό Ασκληπιειό. Σε κεντρικό σημείο του οικισμού εντοπίζεται ο ενοριακός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ο σημερινός ναός εμφανίζει δύο οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη, η οποία τοποθετείται χρονικά μεταξύ 15ου και 16ου αι., σε αντίθεση με παλαιότερες απόψεις που κατέβαζαν τη χρονολόγηση στον 14ο ή ακόμα και στον 11ο αι., εντάσσεται η ανέγερσή του στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο. Στη δεύτερη οικοδομική περίοδο, περί τα μέσα του 19ου αι., ανήκει η προσθήκη ισομήκους ορθογώνιων διαμερισμάτων εκατέρωθεν της δυτικής κεραίας του σταυρού, επιβεβλημένων προφανώς από την ανάγκη κάλυψης του αυξημένου εκκλησιάσματος.

Ο αρχικός ναός είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες, οι οποίες ανήκουν σε τρία τοιχογραφικά στρώματα. Το πρώτο, χρονολογημένο στο α΄ τέταρτο του 16ου αι. εντοπίζεται στο ιερό. Η ζωγραφική της συγκεκριμένης φάσης έχει εκτελεστεί από μία τοπικής εμβέλειας «σχολή» που δρα κυρίως στην Κω και στην Κάλυμνο. Το δεύτερο στρώμα καταλαμβάνει το χώρο του κυρίως ναού και ανήκει στο β’ μισό του 17ου αι. και συγκεκριμένα μεταξύ 1676/1677, βάσει επιγραφών. Η τρίτη φάση αφορά σε ορισμένες επιζωγραφήσεις κυρίως του 1930 εντοπισμένες στο βόρειο και δυτικό σκέλος του σταυρού.

Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο δεύτερο στρώμα τοιχογράφησης, εκτελεσμένο από τον αγιογράφο και μοναχό Μιχαήλ, καταγόμενο από το Νεοχώρι της Χίου, ο οποίος επέλεξε να εικονογραφήσει σκηνές αντλούμενες από το βιβλίο της Αποκάλυψης. Η σύλληψη του νοήματος του προγράμματος που φιλοτέχνησε απαιτούσε εξοικειωμένους θεατές με τις βιβλικές ιστορήσεις και την απόδοσή τους μέσω αλληγορικών εικόνων.

Η ιστόρηση στιγμιοτύπων από το βιβλίο της Αποκάλυψης χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σημαντική από καλλιτεχνική και δογματική άποψη για δύο κυρίως λόγους. Αφ’ ενός γιατί πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση απόδοσης του θέματος στα Δωδεκάνησα και αφ’ ετέρου, διότι με χρονολόγηση στα 1676/1677, καθίσταται μία από τους πρωιμότερες στον ελλαδικό χώρο.

Η επιλογή της θέσης εικονογράφησής τους πιθανόν σχετίζεται τόσο με την πομπή του μεταστάντος, όσο και με τη συνήθεια να ενταφιάζονται, διακεκριμένα συνήθως μέλη της εκάστοτε κοινότητας, εντός του ναού. Εξίσου πιθανό είναι οι εγχαράξεις στους τοίχους κάτω από τις παραστάσεις της Αποκάλυψης που αφορούν επικλήσεις προς τεθνεώτες συγγενείς χρονολογημένες σε όλο τον 18ο αι. να απηχούν την παραπάνω παράδοση.

Κειμήλια

Σε μία καλαίσθητη έκθεση που φιλοξενείται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο πλησίον του ναού παρουσιάζονται ιερά, αργυρά κυρίως, σκεύη άμεσα συνδεδεμένα με το θρησκευτικό βίο, όπως Άγια Δισκοπότηρα και Δισκάρια, αρτοφόρια, σταυροί αγιασμού και λιτανείας, κανδήλες, θυμιατά και εξαπτέρυγα.

Επιπλέον, εκτίθενται σε θεματικές ενότητες εκκλησιαστικά υφάσματα και δη ιερά άμφια της Αγίας Τράπεζας, όπως ειλητάρια, καλύμματα Δίσκων, Άγιων Ποτηρίων και Τιμίων Δώρων, καθώς και ένα αντιμήνσιο του 18ου αι. συνδεδεμένο με την ιστορία του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη της Σύμης.

Αρκετά είναι και τα λειτουργικά βιβλία, μεταξύ των οποίων Ευαγγέλιο του 17ου αι. εκδόσεως Βενετίας με αργυρή επένδυση στις όψεις, καθώς και μηνιαία του ναού από τον 16ο αι. Τέλος, αρκετές είναι και οι ξύλινες φορητές εικόνες χρονολογημένες μεταξύ 17ου και 19ου αι., ορισμένες εκ των οποίων λιτανικές.

Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)

Λαογραφικό Μουσείο, Ασκληπιείο

Παραπλεύρως του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, καθώς και της εκθέσεως των κειμηλίων του ναού βρίσκεται το Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο φιλοξενείται στο παλιό, ανακαινισμένο με σεβασμό, ελαιοτριβείο του χωριού.

Η έκθεση του ελαιουργικού εξοπλισμού διανθίζεται από ποικίλα άλλα αντικείμενα συνυφασμένα με την οικογενειακή και συλλογική ζωή του προνεωτερικού ανθρώπου. Μέσα από μία προσπάθεια ανασύνταξης και διαφύλαξης των υλικών τεκμηρίων του πρόσφατου παρελθόντος, το μουσείο επιχειρεί να προβάλλει την ταυτότητα της τοπικής κοινότητας μέσα από την παρουσίαση πτυχών της καθημερινής, και όχι μόνο, ζωής της αγροτικής κοινωνίας του Ασκληπιείου.

Το υλικό της συλλογής αποτελείται εκτός του ελαιουργικού εξοπλισμού και από κινητά αντικείμενα που καθρεφτίζουν ουσιαστικά τον πολιτισμό μέσα από τον οποίο γεννήθηκαν και τον οποίο εκφράζουν, όπως γεωργικά εργαλεία και αντικείμενα συνυφασμένα με τη συντήρηση, την προετοιμασία και την παρασκευή του φαγητού. Εργαλεία γνεσίματος και διακοσμητικά του νοικοκυριού συμπλέκονται στη δομή της έκθεσης, η οποία πλαισιώνεται από φωτογραφικό υλικό, εν είδει επεξηγηματικών λεζάντων που συμπληρώνει το θέμα του μουσείου.

Η είσοδος στο κοινό επιτρέπεται έπειτα από την καταβολή μικρού και συμβολικού αντιτίμου.

Κάστρο Ασκληπιείου

Στην κορυφή βραχώδους εξάρματος και σε υψόμετρο 250μ., στα βορειοανατολικά του οικισμού του Ασκληπιείου και σε απόσταση 600μ. από τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου δεσπόζει το ομώνυμο κάστρο. Πρόκειται ένα ολοκληρωμένο οχυρωματικό σύνολο ανεγερμένο στην ιπποτοκρατία και συγκεκριμένα στον 15ο αι.. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η ύπαρξη προγενέστερου οχυρωματικού κτίσματος των ύστερων βυζαντινών χρόνων.

Το κάστρο, οικοδομημένο σε στρατηγικό σημείο, ασκούσε έλεγχο στις χερσαίες και εν μέρει θαλάσσιες επικοινωνίες, καθώς η θέση του τού επέτρεπε την εποπτεία μεγάλου τμήματος της ακτογραμμής και τον εμπορικών οδών της ενδοχώρας που οδηγούσαν από τον οικισμό του Γενναδίου προς τη νότια πλευρά του νησιού. Στο εσωτερικό του επρόκειτο να βρουν καταφύγιο σε περίπτωση επιδρομής τόσο οι κάτοικοι του χωριού, όσο και οι κάτοικοι των χωριών Λαχανιάς, Γενναδίου και Βατίου.

Η κατασκευή του κάστρου φαίνεται να ολοκληρώθηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη ανήκει η τετράγωνου σχήματος οχύρωση με τους τέσσερις πύργους στις αντίστοιχες γωνίες. Στη δεύτερη φάση επισκευάστηκε ο πύργος της βορειοδυτικής γωνίας, το τείχος στα βόρεια και οικοδομήθηκε ο πυλώνας της εισόδου. Από τους πύργους, αυτός της βορειοανατολικής γωνίας δεν διατηρείται, ενώ της νοτιοδυτικής διατηρείται μόνο η βάση. Εντός της οχύρωσης εντοπίζονται δύο κινστέρνες και κατάλοιπα αδιάγνωστων οικοδομημάτων.

Στην είσοδο του κάστρου υπήρχε εντοιχισμένη επιγραφή που σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου, η οποία μέχρι και το 1982 χρησιμοποιούνταν ως οριζόντια πλάκα της Αγίας Τράπεζας του ναϋδρίου του Αξεστράτηγου Μιχαήλ. Στην κύρια όψη της, πλην της επιγραφής, φέρει παράσταση της ένθρονης ολόσωμης Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου και γονυκλινών μορφών εκατέρωθεν, η οποία διατηρείται αποσπασματικά έπειτα από παρέμβαση για την εξομάλυνση της επιφάνειάς της κατά τη δεύτερη χρήση της. Στην άνω αριστερή πλευρά διακρίνεται το έμβλημα το Πάπα, ενώ αντιδιαμετρικά ακόμη ένα δυσδιάκριτο οικόσημο. Άνωθεν των μορφών τα αντίστοιχα συμπιλήματα σε λατινική γραφή και πάνω από την Παναγία η εγχάρακτη επιγραφή.

Άγιος Γεώργιος ο Κουναράς, Ασκληπιείο

Αφήνοντας τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το Ασκληπιείο και κινούμενος βόρεια του χωριού επί βατού χωματόδρομου, έπειτα από δύο περίπου χιλιόμετρα, ο προσκυνητής συναντάει το μικρό μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό του Αγίου Γεωργίου του ‘Κουναρά’, χρονολογημένο στον 13ο αι.

Η επωνυμία Κουναράς που προσδιορίζει το ναό προέρχεται από προφορική παράδοση και είναι πιθανό να προκύπτει μέσω ανομοίωσης από τη λέξη ‘κοκωνάρα’ που στην τοπική διάλεκτο δηλώνει τον καρπό του πεύκου. Ως εκ τούτου, φαίνεται να έλκει την προέλευσή της από το πλήθος των κωνοφόρων δέντρων που ευδοκιμούν στην ευρύτερη περιοχή. Κατά άλλους μελετητές θα ήταν δυνατόν να σχετίζεται με οικογενειακό επώνυμο διακεκριμένου οίκου στον οποίο υπαγόταν η εύφορη αυτή περιοχή.

Ο ναός είναι επίσης γνωστός στον τοπικό πληθυσμό με την επωνυμία ‘Ασβεστάς’. Το προσωνύμιο αυτό σχετίζεται με μία σκηνή, μέρος ενός ευρύτερου προφανώς εικονογραφικού κύκλου που αφορούσε στο βίο του Αγίου Γεωργίου, φιλοτεχνημένη στο βόρειο τοίχο του ναού εσωτερικά. Συγκεκριμένα, διατηρείται μέρος από το μαρτύριο που υποβλήθηκε ο Άγιος με την τοποθέτησή του σε κάμινο με βραστό ασβέστη.

Ο άλλοτε κατάγραφος ναός διατηρεί πλέον μόνο ένα μικρό τμήμα του αρχικού τοιχογραφικού διακόσμου, το οποίο είναι ωστόσο αρκετό για να επιτρέψει την απόδοσή του στον ίδιο καλλιτέχνη που φιλοτέχνησε και τις τοιχογραφίες στο ναό του Αγίου Γεωργίου του Βάρδα στην Απολλακιά. Ο δεύτερος παρουσιάζεται στο πλαίσιο ανάδειξης της Ιεράς Μονής του Αγίου Φιλήμονος στην Αρνίθα.

Η διάρθρωση και η ανάπτυξη της αγιογράφησης στους τοίχους του ναού του Αγίου Γεωργίου του Κουναρά φαίνεται να κινείται μέσα στα όρια της επαρχιακής τάσης, αν και γενικά ακολουθεί τις επιταγές και τους τύπους του 13ου αι. Η συνύπαρξη αυτή ενισχύει την άποψη για ευημερία της τοπικής αγροτικής κοινωνίας, η οποία θα ήταν στραμμένη προς το κέντρο της αυτοκρατορίας και με τον τρόπο της θα προσπαθούσε να παρακολουθήσει από μακριά τις σύγχρονες ζωγραφικές εξελίξεις.

Share: