Ὁ πολύτλας Ἱερομάρτυς Κύριλλος ὁ Λούκαρις γεννήθηκε στὸν Χάνδακα τῆς Κρήτης στὶς 13 Νοεμβρίου 1572 «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» καὶ κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα πῆρε τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος. Ὁ πατέρας του Στέφανος ἦταν Ἱερέας καὶ διδάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ Ἱερομόναχος Μελέτιος ὁ Βλαστός.
Μετὰ τὴν ἐγκύκλια ἐκπαίδευση ὁ Κύριλλος μετέβη στὴ Βενετία (1584) γιὰ εὐρύτερη μόρφωση. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τὸν Μαργούνιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέλαβε κάτω ἀπὸ τὴν προστασία του καὶ χρημάτισε καθηγητής του. Τὸ 1588 ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κρήτη, λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων τῆς οἰκογενείας του, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία καὶ γράφτηκε στὸ περίφημο Παταβινὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου διδάχθηκε Φιλοσοφία καὶ Θεολογία.
Τελειώνοντας τὶς σπουδὲς στὴν Ἑσπερία ἐπέστρεψε στὴν Κρήτη (1592) καὶ ἐκάρη Μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Ἀγκαράθου. Στὴ μετάνοιά του παρέμεινε ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, γιατὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος τὸν κάλεσε στὴν Αἴγυπτο ὁ συγγενής του Ἅγιος Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο καὶ τὸν ὀνόμασε Πρωτοσύγκελλό του.
Τὸ ἔτος 1593 ἐστάλη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μελέτιο στὴν Πολωνία γιὰ νὰ στηρίξει τὸ ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῆς Οὐνίας χειμαζόμενο Ὀρθόδοξο ποίμνιο, ὅπου ἐργάστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τρία χρόνια καὶ κινδύνευσε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ θανατωθεῖ κατὰ τὸν διωγμὸ ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλιᾶς Σιγισμοῦνδος ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Τὸ 1559 ὡς «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» ἀπεστάλη καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Μελέτιο Πηγᾶ, τότε Ἐπιτηρητὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, στὴν Πολωνία γιὰ ἐκκλησιαστικὴ ὑπηρεσία. Παράλληλα εἶχε τὴν ἐντολὴ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ τὴ Χίο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν προπαγάνδα τῶν Ἰησουϊτῶν. Ἀπὸ τὴν Πολωνία μετέβη στὶς Παραδουνάβιες χῶρες (1601) γιὰ νὰ στηρίξει καὶ ἐκεῖ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐνῶ βρισκόταν στὸ Ἰάσιο ἔλαβε ἐπιστολὴ τοῦ Μελετίου, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ τοῦ ἀφήσει τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες καὶ νὰ τοῦ παραδώσει τὸν Θρόνο.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μελετίου (13-9-1601) ὁ Κύριλλος ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν. Ἀμέσως συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὸ Κάϊρο καὶ καταδίκασε τοὺς Λατίνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσεταιριστεῖ τοὺς Κόπτες μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψουν τὸ Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1605 ἔφτασε στὴν Κύπρο, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ σπαρασσόταν ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἔριδες καὶ μάχες καὶ κατόρθωσε νὰ εἰρηνεύσει τὰ πράγματα. Τὸ 1608 μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιά τὴ χειροτονία τοῦ Ἱεροσολύμων Θεοφάνους, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ στὴ Δαμασκό. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Προχώρησε στὴ συντήρηση τῶν Πατριαρχικῶν κτηρίων καὶ Ναῶν καὶ οἰκοδόμησε νέους, ἐνῶ παράλληλα φρόντισε νὰ ἀπαλλάξει τὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τὰ χρέη του.
Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1612, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξελέγη «Ἐπιτηρητής» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀλλὰ παραιτήθηκε, ἐπειδὴ κάποιοι Ἀρχιερεῖς φατρίασαν ἐναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στὴν Ἐκκλησία. Ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ Βλαχία, ὅπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τὸν λαὸ καὶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς Οὐνίας. Πρὶν τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴ Βλαχία ἐξέδωκε ἐγκύκλιο (Τόμο) πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴ διδασκαλία τῶν Λατίνων, ἐλέγχει τοὺς λατινόφρονες Ἕλληνες τροφίμους τῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς Ρώμης καὶ συνιστᾶ τὴν ἀπαρασάλευτη ἐμμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη ὡς τὸν μοναδικὸ τρόπο ἄμυνας κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς εὐσεβείας.
Γιά νὰ διαφωτίσει τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σὲ ἁπλῆ γλῶσσα δύο πραγματεῖες, μία κατὰ τῆς Ἀρχῆς, δηλαδή κατὰ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα Ρώμης, καὶ μία ἄλλη σὲ μορφὴ διαλόγου μεταξὺ Φιλαλήθους καὶ Ζηλωτοῦ, μὲ τὴν ὁποία ἐξέθεσε τὶς σατανικὲς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἰησουΐτες γιὰ νὰ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους.
Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Βλαχία ἐπισκέφτηκε πάλι τὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1615 ἐπέστρεψε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου παρέμεινε, μέχρι τὴν ἐκλογή του στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, ἀσχολούμενος μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ στὸ μεταξύ, χάρη στὶς ἄοκνες προσπάθειές του, εἶχαν ἐκλείψει τὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὸν Ἀλεξανδρινὸ Θρόνο.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Τιμοθέου τοῦ Β΄ ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινοπόλεως τὸν ἐξέλεξε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη (4-11-1620), ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ δυόμιση χρόνια ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θρόνο (Ἀπρίλιο 1623), κατηγορούμενος ὅτι προετοίμαζε ἐπανάσταση τῶν ἑλληνικῶν νησιῶν, καὶ σιδηροδέσμιος ἐξορίστηκε στὴ Ρόδο. Ὁ νέος Πατριάρχης Ἄνθιμος ἔστειλε ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς μὲ σκοπὸ νὰ τὸν πείσουν νὰ ὑποβάλει κανονικὴ παραίτηση. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπέρριψε τὴν πρόταση καί, μὲ διαταγὴ τοῦ Μεγάλου Βεζύρη, ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623), ὅπου ἔγινε θριαμβευτικὰ δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Πολλοὶ κατέφθαναν στὸν Γαλατᾶ, ὅπου διέμενε, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του, ἐνῶ οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ πρόκριτοι καὶ ὁ λαὸς ζητοῦσαν ἐπίμονα τὴν ἐπάνοδό του στὸν Θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος ἀναγκάστηκε νὰ παραιτηθεῖ καὶ στὸν Θρόνο ἐπανῆλθε ὁ Κύριλλος (2-10-1623). Ἡ ἀποκατάστασή του ἔγινε ἀφορμὴ γενικῆς χαρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι στὸ πρόσωπό του ἔβλεπαν τὸν γνήσιο καὶ ἀληθινό ποιμένα καὶ Πατριάρχη τους.
Οἱ πολέμιοι τοῦ Πατριάρχου βρῆκαν πειθήνιο ὄργανό τους τὸν Βεροίας Κύριλλο Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Πόλη (1632) καὶ ἄρχισε νὰ συκοφαντεῖ τὸν Πατριάρχη, διαδίδοντας στοὺς κυβερνητικοὺς κύκλους ὅτι βρισκόταν σὲ μυστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καὶ ὅτι συνομωτοῦσε ἐναντίον της. Οἱ συκοφαντίες ἔγιναν ἀποδεκτές, ὁ Πατριάρχης ἀπομακρύνθηκε ἀλλά, λόγῳ τῆς γενικῆς ἀγανακτήσεως, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες ἐπανῆλθε στὸν Θρόνο. Παρὰ ταῦτα οἱ πολέμιοί του δὲν ἔπαυσαν οὔτε στιγμὴ νὰ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ στοὺς τούρκους κατόρθωσαν νὰ τὸν ἐξορίσουν στὴν Τένεδο (7-5-1634) καὶ νὰ άνεβάσουν στὸν Θρόνο τὸν Θεσσαλονίκης Ἀθανάσιο Πατελλάρο. Ἡ παρανομία ὅμως δὲν εἶχε μεγάλη διάρκεια γιατὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἀπομακρύνθηκε ὁ Ἀθανάσιος καὶ ὁ Κύριλλος ἐπανῆλθε θριαμβευτικὰ στὸν Θρόνο.
Οἱ συνεχεῖς ἀποτυχίες νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Πατριάρχης Κύριλλος καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἄλλος τῆς ἀρεσκείας τους δὲν ἀπογοήτευσαν τοὺς ἐχθρούς του, ἀντίθετα τοὺς ἔκαναν σκληρότερους στὴν πολεμική τους καὶ ἐφευρετικότερους στὶς μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635), οἱ Ἰησουῗτες κινήθηκαν ἐναντίον του καὶ δίνοντας ἄφθονα χρήματα κατόρθωσαν νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀπομάκρυνσή του καὶ τὴν ἄνοδο στὸ Θρόνο τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος συνέλαβε καὶ περιόρισε τὸν γέροντα πλέον Πατριάρχη.
Σύμφωνα μὲ ἔγγραφο τοῦ Αὐστριακοῦ Πρεσβευτὴ Schmidt ὁ Κονταρῆς καὶ ἡ συμμορία του σκεφτόταν νὰ τυφλώσουν ἢ νὰ δηλητηριάσουν τὸν Κύριλλο. Ὁ Schmidt σκέφτηκε νὰ τὸν κρατήσει φυλακισμένο στὴν αὐστριακὴ πρεσβεία ἀλλὰ φοβήθηκε μήπως οἱ φωνὲς του τραβήξουν τὴν προσοχὴ τῶν Ἑλλήνων γειτόνων. Μέ πρόταση τοῦ πρεσβευτὴ ἀποφασίστηκε νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς ρωμαϊκῆς Προπαγάνδας γιὰ τὸν Πατριάρχη καὶ νὰ ναυλωθεῖ πλοῖο μὲ ἔμπιστο πλήρωμα στὸ ὁποῖο θὰ ἐπιβιβαζόταν γιὰ νὰ μεταφερθεῖ δῆθεν ἐξόριστος στὴ Ρόδο. Ὁ πλοίαρχος εἶχε ἐντολὴ νὰ προσεγγίσει τὸ πρῶτο πειρατικὸ πλοῖο ποὺ θὰ συναντοῦσε, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει ἐγγράφων τῆς αὐστριακῆς πρεσβείας θὰ παρέδιδε τὸν Κύριλλο γιὰ νὰ μεταφερθεῖ στὴ Μάλτα. Στὴν Κωνσταντινούπολη θὰ κυκλοφοροῦσε ἡ φήμη ὅτι Μελιταῖοι αἰχμαλώτισαν τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Πατριάρχης, καὶ ὅτι τὸν μετέφεραν στὸ νησί τους.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς διαπραγματεύσεις καὶ ἀναβολὲς βρέθηκε τὸ πλοῖο καὶ τὸ πλήρωμα καὶ δόθηκαν τὰ ἔγγραφα τῆς αὐστριακῆς Πρεσβείας στὸν Μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος θὰ συνόδευε τὸν αἰχμάλωτο Πατριάρχη· ἀλλὰ ἡ ὁλλανδικὴ Πρεσβεία κατόρθωσε μὲ κατάσκοπο νὰ μάθει τὰ τεκταινόμενα. Τὸ πλήρωμα ἐξαγοράστηκε καὶ ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὴ Χίο, ὅπου βρισκόταν ὁ διοικητὴς τῆς Ρόδου Μπεκὴρ Πασᾶς, φίλος τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του στὴ Ρόδο, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὰ μέσα τοῦ 1636, ὁπότε καὶ ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπανῆλθε στὸν Θρόνο τὸν Μάρτιο τοῦ 1637. Βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ μποροῦσαν οἱ πολέμιοί του νὰ περιμένουν τὸν φυσικὸ θάνατό του γιὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὰ σχέδιά τους. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ Ἰησουῗτες πείστηκαν ὅτι ἦταν ἀκατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» καὶ γι̉ αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιδιωχθεῖ μὲ κάθε μέσο ὁ θάνατός του.
Νέες ἐνέργειες τῶν ἐχθρῶν του ἀπέδωσαν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προσδοκοῦσαν. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1638 ὁ Schmidt ποὺ βρισκόταν σὲ διαρκῆ συνενόηση μὲ τὴν Προπαγάνδα κατόρθωσε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Κύριλλο ἀπὸ τὸν Θρόνο προβάλλοντας τὴν κατηγορία στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς ὅτι προετοιμάζει ἐπίθεση τῶν Ρώσων κατὰ τῆς Κωνστινουπόλεως καὶ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Σουλτάνος Μουρὰτ ποὺ βρισκόταν στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῆς Βαγδάτης ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες καὶ μὲ τὴν εἰσήγηση τοῦ Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊρὰμ πασᾶ διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν.
Ὁ Κύριλλος συνελήφθη ἀπὸ ἀπόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στίς 22 Ιουνίου καὶ φυλακίστηκε στὸ φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, ὅπου στίς 27 Ἰουνίου 1638 ἔφτασαν 15 Γενίτσαροι καὶ ἄλλοι ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Τὸν παρέλαβαν καί, ἐπιβιβάζοντάς τον σὲ ἕνα πλοιάριο, τὸν μετέφεραν στὴν παραλία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπου τὸν θανάτωσαν μὲ στραγγαλισμό. Ὁ λαὸς πληροφορήθηκε τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸν θάνατό του καὶ ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοῦ Κονταρῆ, ὁ ὁποῖος ὅμως προσποιήθηκε ὅτι δὲν εἶχε γνώση τῶν πραγμάτων. Τὸ σῶμά του τάφηκε πρόχειρα στὴν ἄμμο τοῦ αἰγιαλοῦ ἀλλὰ μετὰ τρεῖς μέρες ἄνθρωποι τοῦ Κονταρῆ τὸ ξέθαψαν καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Βρέθηκε ὅμως ἀπὸ κάποιους ἁλιεῖς, ἤ σύμφωνα μὲ ἄλλους, ἀπὸ Χριστιανοὺς ποὺ τὸ ἀναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφὰ καὶ ἐνταφιάστηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, στὴν ὁμώνυμη νησίδα τοῦ κόλπου τῆς Νικομηδείας.
Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, τὸ 1641, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Παρθένιος ὁ Α΄ ὁ Γέρων (1639-1644) μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν λειψάνων του στὸ Πατριαρχεῖο καί, ἀφοῦ «ἔψαλλεν αὐτά», ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν στὴ Μονὴ Καμαριωτίσσης τῆς Χάλκης καὶ νὰ τοποθετηθοῦν στὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς, κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίστηκαν στὸ Πατριαρχικὸ Σκευοφυλάκιο καὶ τὸ 1975 ἀποδόθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγκαράθου, ὅπου φυλάσσονται σήμερα.
Ὁ Ἱερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος ἀμέσως μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό του τιμήθηκε ὡς Ἅγιος καὶ Μάρτυς, ὁ δὲ Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός συνέταξε καὶ Ἀκολουθία γιὰ νὰ ἑορτάζεται ἡ Μνήμη του. Ἡ ἐπίσημη Ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας τὴν 6η Ὀκτωβρίου 2009.
Ἡ Μνήμη του Ἑορτάζεται στίς 27 Ἰουνίου.
Ἀπολυτίκιον. ῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.
῞Ετερον. ῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. ῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος,
θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις,
ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε.
῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος,
ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος,
τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.